Διονύσιος Σολωμός – « Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»
Σκληρός, αγέρωχος, περήφανος, αδιάλλακτος τόπος.
Με τα δασιά του στήθια ανοιχτά στο Αιγαίο πέλαγο,
να βυζαίνουν τον ήλιο, το γαλάζιο του χρώμα,
τον αγέρα και την αρμύρα.
Στα γυρίσματά του το φεγγάρι τις νύχτες,
ρίχνει αναλυτά τα χρυσάφια του κατάκαρδα
στο γιαλό και πάνω ψηλά στην κορφή και στις σάρρες
του Κισσάβου, που ορμούν για να σβήσουν τη δίψα τους
στα νερά του Πηνειού, μέσα στα Τέμπη.
Κι έτσι εδώ σε τούτο το χωριό, τις νύχτες, τις μέρες,
στην παραζάλη του χιονιά, στην αστραπή της βροντής,
στο παιχνίδισμα του φωτός και των λουλουδιών,
είναι «πάντ’ ανοιχτά πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής σου…».
Κοινωνική ζωή – Κρανιώτικο δημοτικό τραγούδι «Τσιάμκου»
Πουλιά μου διαβατάρικα
εκεί ψηλά που πάτε,
μην είδατε τον αρνητή
τον ψεύτη της αγάπης.
Που μου μιλούσε κι έλεγε
η αγάπη δεν ξεχνιέται,
στ’ αναλαφρά σας τα φτερά
δεν παίρνιτε και μένα…
Ο Κρανιώτης συμμετέχει σ’ όλο το φάσμα των κοινωνικών εκδηλώσεων, όπως είναι οι αθλητικές, οι θεατρικές εκδηλώσεις, οι γιορτές της Αποκριάς, τα πανηγύρια,
τα γλέντια, οι χοροί.
Δεν θά’ ναι περίεργο να πεις ότι σε κάθε κλαρί,
σε κάθε πτύχωμα της γης,
σε κάθε ανθό, πλάι στο κελάδισμα τ’ αηδονιού, ανασαίνουν,
απ’ τους παλιούς ακόμα τους καιρούς,
το τέμπο του λαγούτου,
ο λυγμός του κλαρίνου του μάγου Βάϊου Μαλιάρα και
ο θρήνος του βιολιού.
Ο χορευτής Κρανιώτης έκοβε με το πάθος του χορού και την πυρωμένη ανάσα του,
τα φύλλα των πλατανιών της πλατείας, καθώς με τον περίτεχνο και εκρηκτικό χορό του,
πάσχιζε να γδάρει το κορμί του, ν’ αφήσει κατά γης
το δέρμα, τα κόκκαλα, το αίμα, τα σωθικά
και ανάλαφρος και εξαγνισμένος ν’ αναδυθεί στους ουρανούς.
Γάμος – Κρανιώτικο δημοτικό τραγούδι, «Συρτός»
Βαθύ συναίσθημα χαράς και θεμέλιο μιας καινούργιας ζωής είν’ ο γάμος.
Η αστραπή και η μαγεία και η ομορφιά του ονείρου.
Τους ανθρώπους και τη φύση τους έχει συνεπάρει η χαρά και ξεσπούν να τη διαλαλήσουν στα πέρατα, με απαράμιλλου κάλλους δημοτικά τραγούδια:
«Τρέχουν τα νιρά
τρέχουν κι οι βρύσις
τρέχουν κι έρχουντι να’ δουν τις νύφις.
Βάζουν μάλαμα
βάζουν ασήμι
βάζουν τρεις ουργιές μαργαριτάρι…».
(Νικόλαος Παναή Νικούλης, Ενθύμιον Κρανιάς Ολύμπου – κείμενα προλόγων ενοτήτων, εκδόσεις ΕΛΛΑ, Λάρισα 1996)
Τέχνη της πέτρας και κτίσματα
Παλιό χωριό, χωριό αιώνων, ίδιο αετοφωλιά.
Τα σπίτια του – κάπου διακόσια – όλα με πέτρα χθόνια
φτιαγμένα, σκληρή πέτρα των βράχων της Κρανιάς.
Έχεις την αίσθηση, πως η πέτρα αυτή, στις εκκλησίες,
στα ξωκλήσια, στα σπίτια, στα γκαλτερίμια, στα γιοφύρια,
πελεκημένη από άξιους μαστόρους Κρανιώτες,
αναδίνει έναν αέρα ήθους και λευτεριάς,
έτσι όπως τινάχτηκε
απ’ τα σπλάχνα της δικιάς σου γης,
για νά’ ρθει και να μπολιαστεί,
με την πρώτη ύπαρξη σου,
τη γνήσια, την αφκιασίδωτη και την αληθινή.
Εκκλησίες – Ξωκκλήσια
Αν το θρησκευτικό συναίσθημα κλείνει μέσα του την ορμή,
να ξεχυθεί ο άνθρωπος και ν’ ατενίσει το Θεό,
εδώ,
θες η μαγεμένη φύση, θές ο τόπος,
θες η έντονη θρησκευτικότητα των ανθρώπων,
θες η ευσπλαχνία του Ίδιου του Θεού,
ευδόκησαν έτσι,
ώστε μέσα στις εκκλησίες «Τ’ Αγιουταξιάρ», της Παναγίας
και στα ξωκλήσια «τ’ Αϊ- Λια», του «Προδρόμου» και
«τ’ Αϊ- Δημήτρ’», να εγκατοικήσει ο Θεός και
να μένει εδώ κοντά μέσα στις καρδιές μας,
παρήγορος, οικτίρμων στοργικός,
«ανθρώπινος» σπιτικός, Πατέρας και Αδερφός.
Η Πλατεία
Στην πλατεία πάλλει η καρδιά του χωριού.
Είναι το λίκνο της έντονης κοινωνικότητας των Κρανιωτών.
Ο μυστηριώδης δεσμός των κατοίκων του χωριού με την πλατεία,
που τη σκιάζουν τρία αιωνόβια πανέμορφα πλατάνια,
μόνο με το συναίσθημα προσεγγίζεται και όχι με τη «λογική».
Η μαγεία και ο εσωτερικός βαθύς παλμός, δεν «εκλογικεύονται».
Από χρόνια κρεμάσαμε τις καρδιές μας σαν αιμάτινα λαμπιόνια
στα κλαριά αυτών των πλατανιών.
Και τα πλατάνια τώρα, είναι όπως είναι,
γιατί πάνωθέ τους και κάτω στους κορμούς και στις ρίζες τους,
μαζί με τα φύλλα και τα κλαριά,
θροϊζει το τραγούδι της ζωής μας,
στενάζει ο καϋμός μας φορές,
χύνεται σ’ αυτή,
δένεται και ζει με την πλατεία, η ψυχή μας.
Καθημερινές ασχολίες
Οι καθημερινές ασχολίες των Κρανιωτών,
είναι σύμφυτες με το βαρύ ανθρώπινο μόχθο,
τον ιδρώτα και το αίμα.
Και είναι τώρα να πεις ότι το βάρος
δεν το μελέτησαν ακόμα το φαινόμενο οι σοφοί –
τους κρατάει στον αέρα, αλαφρούς, έτοιμους να πετάξουν.
Η απεραντοσύνη του τοπίου, η ποικιλομορφία του εδάφους,
οι πτυχώσεις και οι βαθιές χαραδρώσεις της γης,
τα σιδερένια βράχια,
το έλατο, η δρυς, η οξυά, τα χίλια θάμνα,
το βλάσταιμα των δένδρων και
το ανθολόγημα των λουλουδιών,
η μυρουδιά του «σπάρτου», της μέντας, του κέδρου,
του ξηραμένου χορταριού, του νοτισμένου χώματος και
ο μάγος ήλιος,
λες και ξεσηκώνουν τη λευτεριά και
όταν ακόμα το κορμί δέρνεται και ματώνει,
στ’ αμπέλι, στο χωράφι, στη βοσκή,
για νά’ ρθει το καρβέλι της φαμελιάς γλυκό και
πικρό – δοξαστικό πάντως και
ευλογημένο – πάνω στον ταπεινό σοφρά των ανθρώπων.
Παιδεία
Λειτούργησαν κατά καιρούς ως σχολεία,
το σχολείο μας και οι δύο εκκλησίες,
«η Αγιουταξιάρσ’» και η Παναγία – τα «γυναικεία» -
όταν οι ναζί τον Οκτώβριο του 1943,
είχαν κάψει το σχολείο, μαζί με το χωριό.
Απ’ τα βαθιά ακόμα τα χρόνια,
σπαρταράει η λαχτάρα για γράμματα,
μέσα στις ψυχές των Κρανιωτών.
Και με εφαλτήριο τα σχολεία που αναφέραμε, αν και τους έδερνε η φτώχεια και το μεροδούλι,
φτερούγισαν και πήγαν και
φοίτησαν και στο Σχολαρχείο της Ραψάνης –
τα περισσότερα απ’ τα παιδιά τότε – και
στο Γυμνάσιο Λαρίσης και στα Πανεπιστήμια
της Πατρίδος μας και της Ευρώπης
απ’ όπου βγήκαν σπουδαίοι επιστήμονες.