Book Excerpts

  1. Νικούλης 1Νικούλης Π. Νικόλαος, «Χωρίς Περικάρδιο», Λάρισα, Περιφερειακές εκδόσεις Έλλα, 1999, ISBN : 960–86426–0–4.
  2. Νικούλης Π. Νικόλαος, «Ντοπιολαλιές Κρανιάς Ολύμπου», Βόλος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας, 2002, ISBN: 960-8029-15-5.  (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών, 1995 & Βραβείο  Γλωσσικής Εταιρείας Αθηνών, 1997).
  3. Νικούλης Π. Νικόλαος, «Το Κρυφό Μονοπάτι», Βόλος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας, 2006, ISBN : 960-86426-1-2.

“Το κρυφό μονοπάτι” : Εισαγωγή

“Το κρυφό μονοπάτι” : Επίλογος

Αποσπάσματα – Δείγματα κειμένων απο τα βιβλία του Νικόλαου Παναή Νικούλη

Από το βιβλίο «Το Κρυφό Μονοπάτι»

book21ο Απόσπασμα: (Το Κρυφό Μονοπάτι, σελ. 43): «…Αγάπη…»:

«… Ε, ρε θεια Καλλιόπη, σε θυμάμαι πώς μ’ αγκάλιασες τώρα τελευταία στη Ραψάνη και λίγο πριν πεθάνεις, με το μαυρομάντηλο του χάρου σφιχτό στο κεφάλι σου, το μακρύ μαύρο φουστάνι να σβαρνιέται στη γης και με φιλούσες, με φιλούσες κι έννοιωσα τα δάκρυά σου να καίνε το πρόσωπό μου, κι εγώ για να μην πεθάνω μέσα σε κείνη την αγκαλιά της αγάπης βρήκα το κουράγιο να εκστομίσω τη μαγική φράση σου και έτσι γλίτωσα, γιατί έπρεπε νάσαι λεύτερη να την επαναλάβεις και εσύ, τινάζοντας τα χέρια σου πέρα και ψηλά. Σκούζοντας τίναξα κι εγώ τη φράση.

- Μην κλαις θεία. Οι πούσταρδ’ θεια Καλλιόπη.

- Οι πούσταρδ’ πιδούλι μ’. Οι πούσταρδ’…».

2ο Απόσπασμα: (Το Κρυφό Μονοπάτι, σελ. 121,122): «…Αγάπη…»:

«…Μέσα απ’ το έρεβος και την αδικία και το φόνο, υψωθήκαμε και καταντήσαμε, το μίσος, μα το κάνουμε αγάπη, πατέρα. Είναι αυτό ντροπή, για το Θεό, μίλησέ μου μόνο για μια φορά, δώσε απόκριση σ’ αυτό το ερώτημα, τουλάχιστο, που με τόση θέρμη και τόση αγωνία σου κάνω. Είναι κατάντημα η αγάπη; Έτσι είναι , ή εγώ ο ανάξιος, το παίρνω αυτό σαν παρηγοριά; Όπως και νάχει πατέρα, τα πράγματα έτσι έγιναν εδώ στη ζωή. « Ξεπληρώσαμε το αίμα των φονιάδων με φως»[1]. Αυτό δεν ήθελες κι εσύ; Αυτό το ερώτημα ήθελα να σου κάνω από χρόνια, δεν το τολμούσα και για το λόγο αυτό άργησα τόσο πολύ να σου γράψω. Άμποτε να δώσει ο Θεός έτσι να είναι. Και γιατί, μωρέ, επιτέλους, ΄΄έτσι νάναι’ με τους ανθρώπους; Είναι τελικά, κατάρα η αγάπη, πατέρα, που ενώ αυτή κανέναν δεν σκοτώνει, αφήνει όμως να τη σκοτώνουν; Πώς τούτα δω τα πράματα είναι έτσι καμωμένα; Αλλά να τη σκοτώνουν τάχα ή η αγάπη είναι ο πιο δυνατός ΄΄φονιάς΄΄ κι έχει  ένα δικό της τρόπο αυτή να σκοτώνει…».

3ο Απόσπασμα: (Το Κρυφό Μονοπάτι, σελ. 145): «…Αγάπη…»:

- Θα τους φάμε τους μακαρονάδες.

Και όλοι γελούσαν. Μυστήρια πράματα, μα την αλήθεια, αυτά. Και κάποια, που πέρασε τη στεφάνη της πλατείας δεν ήταν ούτε αδελφή, ούτε σύζυγος, ούτε μάνα. Σε τούτη εδώ τη μοναδική ώρα κανένας δε θα την παρεξηγούσε που κατέβηκε και μπήκε και αυτή μέσα στην πλατεία. Ήταν εκείνη η γυναίκα που ήρθε να σπαράξει, για μια αγάπη που θάφευγε για τον πόλεμο, και στέκονταν εκεί παράμερα ορθή, στητή, σεμνή, αμίλητη, χωρίς να έχει δικαίωμα να φανερώσει την αγάπη της, να την ομολογήσει και να δράμει αυτή, ιδίως, και να πέσει στην αγκαλιά του αγαπημένου της, να τον φιλήσει, να του δώσει κάποιο φυλαχτό, για να τον δει να ξαναγυρνάει και πάλι απ’ το μέτωπο ζωντανός, για να ριζοβολήσει μια νέα ρίζα γερή, τίμια και όλο ειλικρίνεια.

Και σπάραζε : γιατί τίποτα δεν επιτρέπονταν να ομολογήσει, τίποτα να φανερώσει. Εκεί στην άκρη θα έπνιγε τον πόνο της, τάχα ενδιαφερομένη για όλα αλλά… αδιάφορη, για ό,τι έσχιζε την καρδιά της. Κι ύστερα όταν κάποια στιγμή, δίχως ν’ αντιληφθεί κανένας – τόχουν αυτό το χάρισμα οι απαγορευμένοι έρωτες – έδινε και έπαιρνε εκείνο που καρτερικά πάσχιζε να πάρει, τυλιγμένη στην προσμονή κι ήταν αυτό η γλυκειά ματιά, αιώνιος όρκος πίστης και αγάπης, αυτή πρώτη με σκυμμένο το κεφάλι και με το φαρμάκι στην καρδιά, έπαιρνε αργά, αργά το δρόμο για το σπίτι, να βρεθεί μοναχή της, να ξεσπάσει, ν’ αφήσει να χυθούν τα ποτάμια απ’ τα μάτια της…».

4ο Απόσπασμα: (Το Κρυφό Μονοπάτι, σελ. 416): «…Αγάπη…»

«…Φώλιασαν μέσα στο σπίτι μας, κι εγώ δε θυμάμαι πόσοι και πόσοι πυρπολημένοι άνθρωποι – όπως και στ’ άλλα που δεν κάηκαν – και να σας πω και την αλήθεια, έτσι ήταν πολύ … ωραία. Γιομάτος ο χώρος ανθρώπινες ψυχές, παρέα τρικούβερτη, διηγήσεις παλιές, από πολέμους, αμάχες για τη ζωή, ληστές, ληστείες, κλοπές, ζωοκλοπές, τσελιγκάτα, σκυλιά, λύκους πρόβατα, Τούρκους, Αλβανία, Βουλγάρους χιόνια, βροχές, καλοκαίρια, γλέντια, πάθια θανάτους. Γέμιζε, τα βράδια η κάμαρη ζωή, λαλιά, γλώσσα και κάπου κάπου και κανένα λεβέντικο παλιό νοσταλγικό, πονεμένο τραγούδι όχι για χαροκόπι, αλλά να έτσι, σαν ανιστόρηση, σαν παράπονο και σίγουρα στεναγμός, που έβγαινε απ’ το σκοτάδι της σκλαβιάς. Και ήταν αυτή η αρετή, η αγάπη, η αδελφοσύνη και η αλληλεγγύη, η ευλογημένη ΄΄καλή πλευρά΄΄ του ανθρώπου. Εκεί μέσα στην κάμαρη του σπιτιού μας πρωτοάκουσα, εκτός των άλλων, και τούτες δω τις σημαδιακές λέξεις : ΄΄Εσκί Σεχίρ΄΄, ΄΄Αφιόν- Καραχισάρ΄΄, ΄΄Σαγγάριος΄΄, που δεν ξέρω, πώς και γιατί, μου καρφώθηκαν γερά στη μνήμη μου, ώσπου πολύ αργότερα συνειδητοποίησα τι ήταν αυτές οι λέξεις και ποια βαθύτερη σημασία έκρυβαν. Έκρυβαν τη δόξα τα όνειρα και συνάμα και την ταπείνωση ενός ολόκληρου έθνους…».

5ο Απόσπασμα: (Το Κρυφό Μονοπάτι, σελ. 435): «…Η Άνοιξη…»

«…Όταν δεν υπάρχει δρόμος και μπροστά σου ανοίγεται το χάος, τότε, ποιόν δρόμο να διαλέξεις;

Θα διαλέξεις το δρόμο, που θα χαράξεις μέσα σου. Εκεί, μέσα στην ψυχή, υπάρχει ένα στενό, κρυφό, και σκοτεινό μονοπάτι. Κι έτσι που το σκοταδιάζει, η πίκρα η συμφορά και ο πόνος, δε θα μπορέσεις, να το δεις, πάρεξ με την αστραπή του κεραυνού.

΄΄Αστροπελέκι μου καλό,

για ξαναφέξε πάλι…΄΄[2]

Κι αγάλι, αγάλι, με τον καιρό, η μάχη που θα δώσεις στη ζωή, θα σου φανερώσει, μια Θεά, που στην αρχή – έτσι που θα στάζει αίμα – θα τη φοβηθείς, όμως, λίγο, το λίγο, το αίμα θα κοκκαλιάσει και κομμάτια ολόκληρα θα πέσουν, από πάνω της, στη γης και θα λάμψει, τώρα, μπροστά σου, αποκεκαθαρμένη, όμορφη, γελαστή, γλυκειά.

Θα σκιάσει το φως της, κάθε άλλο φως, θα σχίσει το σκοτάδι και θα συντρίψει το μίσος, που πάει να την αντιπαραβγεί, γιατί τα μπράτσα της, έσφιξαν και εργάστηκαν μέσα στα ποτάμια των αιμάτων, που γερές οργιές, πέρασε στην απέναντι όχθη τους, δίχως να καταποντιστεί.

Και είναι η πανέμορφη τούτη Θεά η αγάπη, αυτή είναι, μη φοβάσαι και μη διστάζεις. Δε βλέπεις, πόσο τρυφερά σ’ απλώνει τα χέρια της; Άπλωσέ τα και συ, για να την αγκαλιάσεις για να λουστείς μέσα στο φως του ήλιου, που αύριο θα δώσει ξανά.».-

6ο Απόσπασμα: (Το Κρυφό Μονοπάτι΄΄, σελ. 73): «…Πόσο ωραίο αντίλαλο είχε ΄΄η Ντσής΄΄…»

Με τον αντίλαλό του χαζεύαμε ώρες και ώρες , βάζαμε όλη τη δύναμη μέσα στα σωθικά μας και τινάζαμε όξω τη φωνή, να φύγει με δύναμη και να πάει να χτυπήσει πάνω στα φοβερά και τρομερά σιδηροπέτρινα στήθια του βράχου ΄΄τσ’ Ταχτά΄΄, που ορθώνεται κατά το βοριά στητός, άγριος, μοιάζει απρόσιτος αλλά δεν είναι, όταν η νιότη σφύζει από δύναμη και ζωή και τον νικάς αυτόν το βράχο, βρίσκεις τις αδύναμες νευρώσεις του και μέσα εκεί περνάς και σκαρφαλώνεις να κατακτήσεις, να ταπεινώσεις το θεριό και από κει ν’ αλαλάξεις το θρίαμβό σου. Έπιανε τη φωνή μας ΄΄η βράχους τσ’ Ταχτά΄΄ την κλωθογύριζε, την επεξεργάζονταν και μας την έστελνε πίσω δυο, τρεις, τέσσερες, πέντε φορές, ώσπου να σβήσει ολότελα ο αντίλαλος αυτός, έτσι όπως σβήνει, αργά φορές η ζωή. Τι πράμα, αλήθεια είναι το ξωτικό και τ’ άψυχο – είν’ ΄΄άψυχο΄΄ τάχα; – αφού εσύ μια φορά κράζεις ΄΄σ’ αγαπώ΄΄ και τρελλός από χαρά ο βράχος στο ανταποδίδει μεγαλόστομο, μεγαλόφωνο, χιλιάδες θαρρείς φορές. Τρέμει από ευτυχία καθώς αντιγυρίζει πελώρια τη φωνή – πρέπει να πω την αγάπη – ΄΄σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώω, σ’ αγαπώωω΄΄. Έχω την αίσθηση – αν την έχω καλά ζωντανή – ότι ενώ στο ΄΄σ’ αγαπώ΄΄ ΄΄τάδινε όλα΄΄ ν’ ακουστεί γερά αυτή η γλυκειά λέξη, στο ΄΄είσαι τρελός΄΄ σα να το κατάπινε, να το μάσαγε από διακριτικότητα συστολή και ευγένεια – δεν ήταν άνθρωπος – ν’ ακουστεί και να μην ακουστεί. Ίσως γιατί τα στοιχειά, αυτά τα πράγματα – την τρέλλα των θνητών – να τη θεωρούν … αυτονόητα. Και να δεις, δεν πρέπει να πέφτουν πολύ όξω.

Παλιές μου αγάπες, μνήμες και ίσκιοι μου, αθώα κλωνάρια των ματιών μου και ανθοβολήματα της παιδικής μου ψυχής, πώς τάχα να ξύσω τη σκουριά που δαγκώνει, μέσα και πάνω και γύρα, τα νεύρα της καρδιάς;

΄΄Φύγε΄΄, ΄΄φύγε΄΄, ΄΄φύγε΄΄ ήταν η επαναλαμβανόμενη εφιαλτική προσταγή που το αντιλάλημά της σούκοβε τα πόδια, τώρα πρόσφατα που έκανα την αποκοτιά να πάω να δω την παλιά μου αγάπη. Να ξαναβρώ ανάμεσα στα βράχια, στα ξερά χορτάρια, στ’ αγκάθια, κουρνιασμένη την ψυχή μου… Ο Γιώργος, ο Άλκης, ο Μήτσος, ο Νάσιος, ο Γιάννης, ο Αντώνης, ο Νίκος, ο πατέρας, όλη η αγάπη, κύλησε σα νερό και χάθηκε λες και μάνιασε έτσι να γίνει αυτό…».

7ο Απόσπασμα: (Το Κρυφό Μονοπάτι, σελ. 186): «…Ήρθε να μας πει, να μας δείξει και να μας διδάξει τι;…»

Το πώς εμείς πρώτα φτιάσαμε τους Θεούς ΄΄κατ’ εικόνα και ομοίωσιν΄΄ δική μας, των ανθρώπων Θεούς, όμορφους, ερωτικούς, πολεμιστές, αγαπησιάρικους, ανταμωμένους με τον άνθρωπο, κουβεντιαστούς, πεισματάρηδες κάποτε, δίκιους και άδικους φορές, παλληκάρια όμως και ΄΄χοϊκοί΄΄ Θεοί, έτσι όπως τους σμίλεψε το Ελληνικό πνεύμα, για τις ανάγκες της ζωής, ώσπου ξέσπασε εκείνη η μπόρα και κείνη η καταιγίδα για να μας φανερωθεί ΄΄εξ αποκαλύψεως΄΄, ο ένας τώρα πια και μοναδικός Θεός μας, για να μας φέρει και να μας στεριώσει στην ψυχή μας τη λύτρωση και την αγάπη και να γυρίσει ανάποδα τα πράματα και να μας πει ότι ΄΄κατ’ εικόνα και ομοίωση΄΄ του Θεού είναι οι άνθρωποι και όχι το αντίθετο.

Ποιόν ερχομό, ωρέ, ναζισμού, φασισμού, ΄΄διεθνισμού΄΄ ανέχεται μωρέ βλάκες τούτη η πατρίδα; Κοτάει ο λύκος να μπει μέσα στη φουντωμένη φωτιά που καίει; Και αν κάνει την αποκοτιά να πατήσει πάνω σε κείνη τη συστρεφόμενη και κατακαίουσα φλόγα, θα γίνει κάρβουνο…

8ο Απόσπασμα: (Το Κρυφό Μονοπάτι, σελ. 256): «…Το Φως…»

«…Εδώ δε μπορούμε να λύσουμε τα μυστήρια της Εκκλησίας να πούμε, θα λύσουμε τα’ άλυτα μυστήρια του … Θεού; Το φως της Κρανιάς είναι ΄΄έτσι΄΄, είν’ ΄΄αυτό΄΄ το φως, δίχως να μπορείς και να το πεις… Το φως!

Το φως των παραθυριών του σχολειού, το φως τ’ ουρανού, το φως του ήλιου, των άστρων και των φεγγαριών, το φως της Ανάστασης, το φως του Προμηθέα και πάν’ απ’ όλα κείνο το ανέσπερο και πλάνο και ναζιάρικο και ήρεμο και απαλό φως της αγάπης, της υπέρτατης αυτής αρετής, που δεν ξέρω πώς και με τι μάγια μαγικά σε λύνει και σε … δένει.

Κείνο το φως του σχολειού της φύσης, ερχούνταν κι έσμιγε και αντάμωνε με το φως της πρώτης μάθησης τώρα, στο ψηλοτάβανο κτίριο. Είναι αυτά τα πρώτα τραντάγματα της ψυχής σου και το πρώτο άνοιγμα των ματιών σου…».

9ο Απόσπασμα: (Το Κρυφό Μονοπάτι, σελ. 414): «…Η Άνοιξη…»

«…Η άνοιξη είναι χορτάτη πια, βαρειά, καταπράσινη, γκαστρωμένη. Τα πλατάνια δυτικά, οι καρυδιές, δυο νότια και μια νοτιοανατολικά κατά τον Κίσσαβο, η κερασιά, μικρή και νεομπολιασμένη, νότια, η συκιά ανατολικά, το αγριόχορτο κάτω στη γης και κάθε λογής άγρια βλάστηση, έτσι, όπως την τίναξε απ’ την καρδιά της η φύση, απείραχτη την έχω, δεν την αγγίζω μη μου θυμώσει.Και έχει και τι δεν έχει ο βραχό-΄΄κηπος΄΄ ακόμα : την κουτσουπιά (κουτσπιά) βόρεια, ένα μικρό κυπαρίσσι δίπλα στην εξωτερική βρύση, ένα ΄΄μέλιου΄΄ και μια αμυγδαλιά νοτιοανατολικά, φυτρωμένα όλα μόνα τους. Κάτω στο βραχόχωμα, θάλλουν γερά και άγρια, η μέντα, ο μάραθος, τα βάτα νότια, η αγράμπελη βορειοανατολικά και ανατολικά – οργιάζει – η αγριάδα, η ΄΄βλασιάν’΄΄[3], η ΄΄καβαλαριά΄΄[4], τα φυτίλια, τα αγκάθια. Δυο δρυς μια δυτικά, κοντά στη μικρή πόρτα την εξωτερική και άλλη μία νοτιοανατολικά, ΄΄χτυπούν΄΄ και παλεύουν δυνατά να βγουν στη ζωή, είναι πολύ μικρές ακόμα, μόλις διακρίνονται. Οι τριανταφυλλιές δυτικά και στη σειρά, ένας χειμωνανθός και το γιασεμί στη μικρή δυτική πορτούλα, που βγάζει στο μονοπάτι για το χωριό. Ανατολικά άλλο γιασεμί, ανκατωμένο με το αγιόκλημα και τις αγροσυκιές και τα ΄΄σμαρδάλια΄΄[5], πάνω στα βράχια αυτά φυτρωμένα, χθόνια των βράχων πράματα, σκυλιά παραδομένα στην αντοχή. Άνυδρα, και αλίπαστα και όμως, μ’ ένα πείσμα και μία αγάπη για τη ζωή αντέχουν. Δεν πειράζω, δεν ξεχορταριάζω τίποτ’ απ’ αυτά, είμαι είπα, … οικολόγος…».

Από το βιβλίο «Χωρίς Περικάρδιο»
ΑΝΑΜΕΝΕΤΑΙ Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΩΝ
Από το βιβλίο «Ντοπιολαλιές Κρανιάς Ολύμπου»
ΑΝΑΜΕΝΕΤΑΙ Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΩΝ
Προμήθεια Βιβλίων Νικουλείου Ιδρύματος
Μπορείτε να αποκτήσετε τα βιβλία του Νικουλείου Ιδρύματος με τους παρακάτω τρόπους:
1) Απευθείας από τα Μέλη και τον Αντιπρόεδρο κ. Θωμά Μπαγιάρα (τηλ: 6937 168129),
2) Ταχυδρομικώς με αντικαταβολή, αφού ενημερώσετε τον Αντιπρόεδρο τηλεφωνικώς ή μέσω ηλεκτρονικά
στη διεύθυνση: nikouleio@nikouleio.gr

Επίσης στη Λάρισα μπορείτε να τα προμηθευτείτε από τα παρακάτω βιβλιοπωλεία:
1) ΓΝΩΣΗ (τηλ: 2410 258669)
2) ΚΕΡΑΜΟΣ
3) ΣΚΑΛΑ (τηλ: 2410 624352)