Η κοινότητα Κρανιάς Ολύμπου, της Επαρχίας Τυρνάβου του Νομού Λάρισας, ίσως οφείλει το όνομά της στο φυτό «Κρανία», της οικογένειας Σκιαδιανθών, των Κρανειϊδών της ελληνικής χλωρίδας, την Κρανείαν την Άρρενα, με πρασινοκίτρινους κλάδους, γνωστή ως Κρανειά ή Κρανιά, που φυτρώνει σε αφθονία στην περιοχή των παρυφών του Κάτω Ολύμπου και σε ύψος 700 μέτρων και χαμηλότερα.
Εδρεύει (η Κοινότητα, σήμερα Δημοτικό Διαμέρισμα Δήμου Κάτω Ολύμπου) στο ομώνυμο χωριό αφού περιλαμβάνει και το χωριό ΚΟΥΛΟΥΡΑ ΛΑΡΙΣΑΣ, στον κάμπο, πάνω από το Δέλτα του Πηνειού ποταμού. Είχε Δημοτικό Σχολείο μέχρι το 1988, όπως και η Κουλούρα, και αριθμούσε 1.018 κατοίκους, με την απογραφή του 1951.
Κατά την Αρχαιότητα η περιοχή του Κάτω Ολύμπου, στην οποία βρίσκεται η Κρανιά, κατοικούνταν από το Περραιβικό Πελασγικό γένος ή από Μακεδονικά φύλα, κατά άλλη εκδοχή. Ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος παρουσιάζει τη σημαντική συνάντηση-σύγκρουση, μεταξύ των στρατευμάτων του Ρωμαίου Υπάτου Κόϊντου Μαρκίου Φιλίππου και του Μακεδόνα βασιλιά Περσέα και στρατηγού Ιππία, στη θέση «Σιοποτό» και «Γκόλιανη», το 169 π.Χ., χωρίς να γίνεται από τον ίδιο ιδιαίτερος προσδιορισμός για τη θέση του οικισμού Κρανιάς.
Στη Βυζαντινή περίοδο που ακολουθεί αναφέρεται, σε αγιορείτικα υπομνήματα, το 10ο αιώνα μ.Χ. χωριό με το όνομα Κρανεία και Μοναστήρι Κρανεία Μονή, από την οποία προήλθαν οι κτήτορες της Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους, ο Άγιος Ιωάννης ο Ίβηρας και ο υιός του Ευθύμιος.
Το χωριό ανήκε στην Επισκοπή Πλαταμώνος και Λυκοστομίου, και αργότερα, την εποχή της Τουρκοκρατίας, που συστήνονται τα Αρματολίκια – κατά το 16ο αιώνα – η Κρανιά γίνεται ένα από τα σημαντικότερα χωριά στο Αρματολίκι του Πλαταμώνα, γύρω στο έτος 1537, όπου και προσφέρει Καπεταναίους, Κλέφτες και Αρματωλούς, στον Αγώνα με σπουδαιότερο όλων τον Νικοτσάρα. Ήδη έχει αρχίσει να εμφανίζεται το ληστρικό φαινόμενο από νέους ελεύθερους Έλληνες που δεν ανέχονται τον Τουρκικό ζυγό και που κάνουν επιδρομές σε χωριά του κάμπου, Ελληνικά και Τουρκικά.
Από το 16ο αιώνα ως τις αρχές του 19ου αιώνα τα χωριά και η περιοχή του Κάτω Ολύμπου και της Κρανιάς γνωρίζει μία ανεξήγητη ανάπτυξη και μάλιστα καλλιτεχνική, που αποτυπώνεται και διασώζεται μέχρι σήμερα, στις αγιογραφημένες εικόνες, τα ξυλόγλυπτα, τα τέμπλα και τα μανουάλια των εκκλησιών του Ιωάννου Προδρόμου και της Αγίας Παρασκευής, του Αγίου Δημητρίου, του Προφήτη Ηλία, των Παμμεγίστων Ταξιαρχών και της Παναγίας των Εισοδίων της Θεοτόκου.
Εκτός από την καλλιτεχνική ανάπτυξη, άνθηση παρουσιάζει και η παραγωγή υφαντών – αλατζάδων – μεταξωτών, βαμβακερών και μάλλινων, αφού στο σημείο το ονομαζόμενο «Κερχανάδες», απέναντι από την Εκκλησία Των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, ήταν τα σπουδαία βαφεία για τον επιχρωματισμό των νημάτων με τη χρήση βολβών ριζαρίου, κρόκου, λαπάτων, φύλλων καρυδιάς και άλλων φυσικών και φυτικών ουσιών.
Η συνεργασία, για το εμπόριο των προϊόντων με τα Αμπελάκια και για την παραγωγή και βαφή των υφαντών με τη Ραψάνη, ήταν αγαστή και μάλιστα κατά το πρώτο μισό του 18ου αιώνα, αφού τα υφαντά – προϊόντα θα κατέληγαν για πώληση σε περιώνυμες αγορές της Κεντρικής Ευρώπης – Βουδαπέστη, Βιέννη, Τεργέστη – καθώς και στις ανατολικές πόλεις, της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης.
Τότε κατασκευάζονται και τα περισσότερα γκαλντερίμια, ιδίως μεταξύ Πυργετού – Κρανιάς, καθώς και οι αρδευτικοί – υδρευτικοί πήλινοι αύλακες από διάφορες τοποθεσίες του χωριού για παροχή νερού που χρειάζεται άφθονο για τις βαφές.
Το 18ο αι. ο Αλή Πασάς γνωρίζοντας ότι από τα ελεύθερα χριστιανικά χωριά της Ανατολικής Θεσσαλίας είναι και η Κρανιά, θέλησε να την υποτάξει με κάθε τρόπο, και με εκβιασμό των Προεστών – στο Δερελί (Γόννους) – με σκοπό να υπογράψουν την παράδοση του χωριού και των χωραφιών του ως τσιφλίκι του, και με φυλάκιση αυτών στα Ιωάννινα, αλλά και με στρατιωτική επιδρομή από το θετό του υιό Βελή Πασά, και όμως η Κρανιά δεν υπέκυψε. Παρέμεινε ελεύθερο Χριστιανικό χωριό καθώς και όλος ο κάμπος με τα ιδιόκτητα κρανιώτικα χωράφια, εκτός από ένα μέρος στην περιοχή «Καψάλα», ανατολικά της Κρανιάς και νότια του Πυργετού όπου ο προεστός του χωριού θέλησε να γίνει καλός στον αφέντη Τούρκο Πασά και το έκανε παραχώρηση, αργότερα όμως.
Η ανάπτυξη που σημειώθηκε μέχρι το 1812-1813 και η οποία είχε επιτευχθεί από το χωριό, σε σημείο μάλιστα το χωριό να έχει και ιδιότυπη σφραγίδα με αποτύπωμα το τριφύλλι, το έτος 1804, ανακόπτεται απότομα από τη φοβερή αρρώστια – πανούκλα, πανώλη – που ενέσκηψε και όπου όλος ο πληθυσμός του Χωριού αποδεκατίζεται και διασκορπίζεται προς όλα τα τότε γνωστά μέρη, αλλά κυρίως προς τη Νιγρίτα Σερρών.
Με την Επανάσταση του 1821 η Κρανιά πρωτοστατεί σ’ αυτήν. Γι’ αυτό το λόγο, το έτος 1822, ο σκληρός και αιμοχαρής Μεχμέτ Εμίν Πασάς της Θεσσαλονίκης, Αβδουλαβούτ (ροπαλοφόρος), με το στρατό του επιτίθεται στο χωριό, το καταλαμβάνει από τους Επαναστάτες και το καταστρέφει ολοσχερώς. Οι κάτοικοι διασκορπίζονται εκ νέου και μεταναστεύουν, προς τη γνωστή κατεύθυνση, τη Νιγρίτα. Κανένα άλλο χωριό δεν πειράχτηκε από τους Τούρκους, στη συνέχεια, αλλά η Επανάσταση δεν ευοδώθηκε στην περιοχή.
Το ληστρικό φαινόμενο επανεμφανίζεται σε στιγμές έξαρσης στα έτη 1830-1833 και η περιοχή της Κρανιάς λεηλατείται συνέχεια. Βοήθεια και εμψύχωση στους κατεστραμένους Κρανιώτες παρέχει ο δραστήριος Επίσκοπος Πλαταμώνος Γεράσιμος.
Με το πέρασμα των ετών η ζωή στο χωριό αποκτά ηρεμία και γύρω στο έτος 1854 στην Κρανιά λειτουργεί και Σχολείο Αλληλοδιδακτικό. Το έτος 1890 φοιτούν και δύο κορίτσια.
Η ληστεία όμως παρουσιάζει έξαρση εκ νέου από Τούρκους, Αλβανούς, Τουρκαλβανούς που σε συνεργασία με τους Γκέγκηδες γίνονται αληθινή μάστιγα στην καταλήστευση των χωριών και μάλιστα το έτος 1877.
Στην Επανάσταση του 1878 με τους Κονιάρους του Δερελιού (Γόννων Λάρισας), οι Επαναστάτες Κρανιάς – Ραψάνης νικώνται στη θέση «Σολιό» των Γόννων και οι Κρανιώτες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν και πάλι το χωριό.
Η Συνθήκη του Βερολίνου, το έτος 1878, εντάσσει στο Ελληνικό Κράτος την περιοχή Κρανιάς και με την Απελευθέρωση και την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας, το 1881, έρχεται Ελληνικός Στρατός στην Κρανιά. Τα όρια του χωριού προεκτείνονται με διπλωματικό συνοριακό επεισόδιο και οι Κρανιώτες απαιτούν να εκμεταλλεύονται τα χωράφια τους στα τουρκικά «Τσαϊρια» και τους βοσκοτόπους, την ημέρα μόνο.
Το έτος 1887 ανακαινίζεται εκ θεμελίων ο Ιερός Ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών και εγκαινιάζεται από τον Επίσκοπο Πλαταμώνος Αμβρόσιο (Κασσάρα), το 1891. Με συνδρομές που παρέχουν και Κρανιώτες εκδίδεται ειδικό βιβλίο με τη ζωή και τη δράση της Επισκοπής Πλαταμώνος, το έτος 1890. Ο Ιερός Ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου (της Παναγίας) κτίζεται πάνω στα ερείπια του παλιού Μοναστηριού που ενυπήρχε, γύρω στις αρχές του 20ου αιώνα.
Ο άδοξος πόλεμος του 1897 βρίσκει τον πληθυσμό της ΚΡΑΝΙΑΣ να εγκαταλείπει το χωριό προς το μέρος του Κισσάβου – Ομόλιο και Στόμιο - και μάλιστα να βρίσκει καταφύγιο στην Ιερά Κομνήνεια Μονή του Στομίου Λάρισας. Επανέρχεται όμως, με τη λήξη του πολέμου στο χωριό του.
Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα του έτους 1904, ανταρτικά αποσπάσματα μακεδονομάχων πολεμιστών διαπερνούν τη συνοριακή γραμμή της Κρανιάς – στις θέσεις «Γκούσι» και «Κούκλιτσα». Στον πόλεμο αυτό συμμετέχουν ενεργά δύο Κρανιώτες., ο ένας ως οπλαρχηγός. Είναι ο Ιωάννης Σαρακατσιάνος και ο Δημήτριος Οικονόμου που φονεύονται το 1905 και το 1906 αντίστοιχα.
Στο χρονικό διάστημα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αιχμαλωτίζονται και φυλακίζονται πολλοί Κρανιώτες σε Γερμανικά Στρατόπεδα. Κατά τους χρόνους του Μεσοπολέμου ενοχοποιούνται, ανακρίνονται, συλλαμβάνονται, εξορίζονται και εκτοπίζονται κτηνοτρόφοι Κρανιώτες, επειδή δήθεν υποβοηθούν το ληστρικό φαινόμενο στην περιοχή του Κάτω Ολύμπου. Παράλληλα όμως, τα χρόνια αυτά, οι Κρανιώτες ασχολούνται με την αμπελουργία, την υφαντουργία, τη σηροτροφία, την κτηνοτροφία, την υλοτομία, την οικοδομική, τη γεωργία και παρουσιάζεται σημαντική κλίση των νέων παιδιών προς τα γράμματα. Το Σχολαρχείο στη Ραψάνη έχει αρκετούς Κρανιώτες μαθητές. Ο τουρισμός όμως με παραθεριστές από τις πόλεις αποτελεί σημαντική οικονομική πρόσοδο για τα Κρανιώτικα νοικοκυριά. Η μετανάστευση στην Αμερική, στις αρχές του 20ου αιώνα, γύρω στο 1906, καθώς και την εποχή του Μεσοπολέμου, επηρεάζει πολλούς Κρανιώτες και μεγάλος αριθμός ανδρών βρίσκονται εκεί για να πλουτίσουν από την εργασία.
Το έτος 1925 και κατόπιν το 1932 γίνεται η απαλλοτρίωση του Τσιφλικιού του Μεταξά στον κάμπο του Δέλτα Πηνειού και των όμορων Κοινοτήτων. Ένας σημαντικός αριθμός ακτημόνων Κρανιωτών αποκτούν γεωργικό κλήρο και αρχίζουν να κτίζουν καινούρια σπίτια στο χωριό Κουλούρα, ενώ εγκαταλείπουν τα πλινθόκτιστα – ξυλόκτιστα και με «βιλέσια» (με σάλωμα και βιργιά) καλύβια.
Στο Αλβανικό Έπος 1940 – 1941 η Κρανιώτικη κοινωνία παρέχει αρκετό δυναμικό μαχητών – στρατιωτών και αξιωματικών, αλλά το διάστημα της Γερμανικής Κατοχής, τον Οκτώβριο του έτους 1943, η Κρανιά καίγεται και λεηλατείται από τους Γερμανούς κατακτητές, αλλά και την περίοδο 1946- 1949, μερικά μόνο σπίτια, από τους αντάρτες κομμουνιστές.
Με τη λήξη των πολέμων και κατόπιν – στις αρχές της δεκαετίας του ’50 - η Κρανιά αποκτά υπόσταση μέσα σ’ αυτό το διάστημα της περιόδου της ειρήνης. Οι Κρανιώτες επαναπατρίζονται από τη Λάρισα στο χωριό. Κτίζουν τα σπίτια τους που είχαν καταστραφεί από τους πολέμους και συνεχίζεται η ανάπτυξη και η οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική πρόοδό τους. Ορισμένες οικογένειες απ’ αυτούς επαναπατρίζονται στο χωριό, στο Συνοικισμό Κουλούρας Λαρίσης.
Η παρουσία και η σύσταση του Συλλόγου ΚΡΑΝΙΑΣ Ολύμπου γίνεται από Ραψανιώτη δάσκαλο το έτος 1914. Το έτος 1919 διαμορφώνεται το σημερινό «ΧΟΡΟΣΤΑΣΙ» (μικρό αλσύλλιο) από το Σύλλογο για να μπορεί να επιτελέσει το σκοπό για τον οποίο συστήθηκε.
Στο «Χοροστάσι» οργανώνεται ο τριπλός χορός νέων για τις Κυριακές και τις ώρες της ψυχαγωγίας και συγκροτείται Θεατρική Ομάδα, η οποία κατά καιρούς παρουσιάζει διάφορα θεατρικά έργα, ακόμη και στο γύρω χωριά.
Το έτος 1930 ο Σύλλογος μετονομάζεται σε «Φιλοπροοδευτικός Σύλλογος Κρανιάς» και αποκτά και σφραγίδα. Το έτος 1963, γίνεται μια σημαντική προσπάθεια επανασυγκρότησης του Συλλόγου με την επωνυμία «Νέοι Κρανιάς 1963».
Όμως, το έτος 1977 είναι το καθοριστικό έτος της Ίδρυσης και της παρουσίας του Συλλόγου με καταστατικό και εγγραφές τακτικών, ενεργών και επίτιμων μελών.
Η Κοινότητα Κρανιάς Ολύμπου ή καλύτερα το Δημοτικό Διαμέρισμα Κρανιάς του Δήμου Κάτω Ολύμπου, μετά του χωριού της Κρανιάς και του χωριού της Κουλούρας, γνωρίζουν ημέρες γαλήνης και καταβάλλουν προσπάθειες επανασυγκρότησης κατά τα μέσα της δεκαετίας του ’70, αφού έχει λάβει διαστάσεις το μεταναστευτικό κύμα της μετοίκησης των Κρανιωτών στις πόλεις.
Ενώ δεν είχαν προλάβει οι Κρανιώτες να ανασυγκροτηθούν σε μια καλά οργανωμένη κοινωνία, αρχίζει αμέσως να φυλλορροούν προς τις μεγάλες πόλεις και το Εξωτερικό, Γερμανία, Ελβετία, Αυστραλία, Γαλλία, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Η πλήρης αδιαφορία του Ελληνικού Κράτους για την τύχη των ορεινών χωριών – τα οποία αποτελούσαν τις εθνικές επάλξεις και τα προπύργια του λαϊκού πολιτισμού, της παράδοσης και του ήθους – φυλλορρόησαν και εξακολουθούν να φυλλορροούν, παρά τις ηρωϊκές και φιλότιμες προσπάθειες των κατοίκων, για να μην ξεριζωθούν παντελώς από τις εστίες των προγόνων τους.
Όλοι πλέον – τώρα στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και του 2000– οι κάτοικοι των πόλεων προσπαθούν να επανέλθουν στην Κρανιά και στην Κουλούρα, όπως Λαρισαίοι και κάτοικοι άλλων μεγάλων πόλεων, οι οποίοι έζησαν και αγάπησαν τα χωριά από παλιά, με σκοπό να ανασυγκροτήσουν και να αναπαλαιώσουν τις κατοικίες τους.
Η Κρανιά από Ιστορικές πηγές
Η Κρανιά τον 19ο αιώνα
«…Ιστάμενοι εις ταύτην την πόλιν [εν. την Ραψάνη], ευρισκόμεθα αποχωρισμένοι δια μέσου ενός λάκκου του βουνού από την αντίκρυ κειμένην κωμόπολιν Κρανιάν, προς την οποίαν εις διάστημα ½ ώρας περνούντες τον λάκκον αναβαίνομεν.
Η Κρανιά επαγγέλλεται την θεωρίαν καλητέρας θέσεως και φιλοτεχνίας από την της Ραψάνης, έχουσα την θέαν προς τον μακρόθεν Θερμαίον Κόλπον, την οποίαν χρυσώνει ο εωθινός ήλιος λαμπρώς υψούμε νος από την θάλασσαν, και εις αυτήν ηδύνουν τα όμματα του θεωρητού της προρρηθείσης πόλεως τα αντικείμενα. Η κωμόπολις είναι μεν την έκτασιν μικρά δεικνύουσα έως 300 οσπήτια, οι δε κάτοικοι Έλληνες δια την φιλοπονίαν των και επιτηδειότητα εις την υφαντουργίαν των αλατζιάδων, είναι επαίνου άξιοι. Μεταξύ των άλλων εκκλησιών της προτιμάται η εις χάριν των αγίων Ταξιαρχών, ήτις χαίρει την συχνοεπίσκεψιν του Αγίου Πλαταμώνος περί τους κατηφόρους της κωμοπόλεως προσβάλλουσιν εις τα όμματα καλλιεργημέναι άμπελοι και είναι γνωστόν ότι οι εγκάτοικοι αυτής προ δύο χρόνων δια την ανωμαλίαν των καπεταναίων εσκοπρίσθησαν αλλά προ ολίγου πάλιν άρχισαν να συνάζωνται…».
(Ιωάννου Αναστασίου Λεονάρδου, Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία, εν Πέστη Ουγγαρίας 1836, εκδόσεις Θετταλός, 1992).
«…Κρανιά, [χωρίον] κείμενον επί υψηλής σκοπιάς και έχον ορίζοντα αναπεπταμένον και τερπνότατον. Το χωρίον τούτο μέχρι του 1821 ηρίθμει περί τας εξακοσίας οικογενείας, ως δείκνυται και εκ των καλώς όπως δήποτε σωζομένων έτι δύο ενοριακών αυτού Εκκλησιών, και ευημέρει δια της υφαντουργίας των κατοίκων αυτού. Μετά το 21 μετηνάστευσαν οι πλείστοι των κατοίκων εις Νιγρίταν της Μακεδονίας, ένθα και εγκατέστησαν, νυν δε αριθμεί μόνον ογδοήκοντα πέντε οικίας μετ’ οικογενειών εκατόν…».
(Αμβροσίου Κασσάρα, Η Επισκοπή και ο Επίσκοπος Πλαταμώνος, Απ. Α. Αποστολοπούλου Τυπογραφείον, Εν Αθήναις, 1895). [Το βιβλίο τυπώθηκε από συνδρομές των κατοίκων των Ενοριών της Επισκοπής όπως και της Κρανιάς].